- πολιοεγκεφαλίτιδα
- Πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη προσβολή της φαιάς κυρίως ουσίας του εγκεφάλου. Η φαιά ουσία αποτελείται από τα σώματα των νευρικών κυττάρων και οι π. οφείλονται σε διηθητικούς ιούς που ζουν παρασιτικά μέσα στα κύτταρα αυτά. Τέτοιες είναι η επιδημική εγκεφαλίτιδα του φον Οικονόμου, η εγκεφαλίτιδα της νόσου των Χάινε και Μεντίν, της λύσσας κλπ. Κατά την ανώτερη αιμορραγική π. προσβάλλεται η περιεπενδυματική φαιά ουσία της ανώτερης μοίρας του εγκεφαλικού στελέχους, η δε νόσος εκδηλώνεται με ψυχικές διαταραχές, δυσκαμψία των μυών, διαταραχές της ισορροπίας και παραλύσεις οφθαλμοκινητικών μυών. Η πάθηση αυτή οφείλεται σε βαρειές διαταραχές της θρέψης και κυρίως του μεταβολισμού της βιταίνη B1 όπως π.χ. στην περίπτωση της χρόνιας αλκοολικής δηλητηρίασης (εγκεφαλοπάθεια του Βέρνικε). Συχνά ονομάζουν κατώτερη π. τη χειλεογλωσσολαρυγγική παράλυση.
* * *η, Νιατρ. πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη προσβολή τής φαιάς ιδίως ουσίας τού εγκεφάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polioencephalitis (< πολιός + εγκέφαλος + -ῖτις / -ίτιδα*)].
Dictionary of Greek. 2013.